χτενίδι

χτενίδι
το / κτενίδιον, ΝΑ, και κτενίδι Ν
νεοελλ.
μικρό χτένι, χτενάκι για τα μαλλιά
νεοελλ.
στον πληθ. τα χτενίδια
α) οι τρίχες τών μαλλιών που παρασύρει το χτένι
β) τα υπολείμματα τής ξάνσης, γνάφαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + υποκορ. κατάλ. -ίδι(ον), πρβλ. στολ-ίδι-ον. Ο νεοελλ. τ. χτενίδι με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κτενίδι — το (Α κτενίδιον) βλ. χτενίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”